Η ζέστη είναι κυριολεκτικά αφόρητη.
Δεν λέω κάτι καινούργιο, μιας και τα πάντα γύρω μας βράζουν, γαμώ το καλοκαίρι μου γαμώ.
Η ιδέα να κάτσω στο πισι και να γράψω κάτι είναι ένα βασανιστήριο από μόνο του. Βέβαια γνωρίζω και κατανοώ την δίψα που έχετε για λίγο Lcfr, οπότε ορίστε. Πάω ενάντια στις κραυγές όλων μου των κυττάρων και σας προσφέρω το δεύτερο και τελευταίο μέρος του επικού πλέον άρθρου: Η παραλία και η θλιβερή σου ζωή
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Αφού δεν πείθεις λοιπόν κανέναν ότι τελικά διασκεδάζεις στην παραλία, καταλαβαίνεις πως είσαι ένα βήμα πριν την οριστικά θανατηφόρα αφυδάτωση.
Κάνεις μια έτσι στην Polo τσάντα που έχεις από το λύκειο και καταλαβαίνεις πως τα αναψυκτικά που είχες πάρει μαζί σου, έχουν γίνει κατρουλιό. Βλέπεις τα βαράει ο ήλιος με το μαστίγιο όση ώρα εσύ πάλευες με τον ιδρώτα και τα κατουρημένα κύματα. Το τοστ που είχες για να φας αργότερα έχει γίνει μια θλιβερή άμορφη μάζα μέσα στο αλουμινόχαρτο και το μόνο που έχει επιζήσει είναι το μικρό μπουκαλάκι νερό που είναι 90% πάγος. Αρχίζεις και ρουφάς λες και είναι το βυζί της μάνας σου, ελπίζοντας σε λίγες παραπάνω δροσερές σταγόνες. Βρίσκεσαι άλλωστε λίγα λεπτά πριν την ηλίαση. Δεν ήθελες το καπέλο με το λογότυπο "Βουλκανιζατέρ Κόπανος" που σου έλεγε να πάρεις μαζί η μάνα σου, προτιμούσες να το παίξεις γκόμενος με χτενισμένο μαλλί. Πάρτα τώρα.
Τουλάχιστον σκέφτεσαι, θα ηρεμήσω κάνοντας ηλιοθεραπεία με μόνο ήχο το κύμα της θάλασσας. Αμ δε?
Σκάει παρέα από 5-6 σφίχτες με τατουάζ. Ξέρετε, από αυτούς που φοράνε γυαλιά ηλίου σε κλειστούς χώρους? Ακριβώς, σε αυτήν την άθλια φάρα αναφέρομαι. Όσο τους βλέπεις να πλησιάζουν προς το μέρος σου, αρχίζεις και φουντώνεις μετρώντας τα βήματα που κάνουν και αναρωτιέσαι που βρίσκουν το θράσος να καταπατούν την περιοχή ΣΟΥ. Και ναι ρε γαμώτο, έγινε δική σου αυτή η γωνιά γιατί έβαλες πρώτος την πετσέτα που έχεις από την 5ήμερη του σχολείου στην αμμουδιά. Σου ξυπνάνε ζωώδη ένστικτα όταν καταλαβαίνεις πως ήρθαν πρακτικά δίπλα σου και σκέφτεσαι: "μα καλά, τόση παραλία, εδώ βρήκαν?"
Όχι κουτέ μου φίλε. Δεν ήταν επιλογή τους, απλά η παραλία είναι τόσο φίσκα, που τα 50 εκατοστά δίπλα από την πετσέτα σου είναι τα μόνα διαθέσιμα. "Εντάξει", λες από μέσα σου και φοράς το γυαλί ηλίου που πήρες από το περίπτερο του κυρ Μανώλη λίγες ώρες πριν την εξόρμηση σου στην παραλία. "Θα κοιμηθώ λίγο και θα φύγω". Λογαριάζεις χωρίς τον ξενοδόχο και έχει καταντήσει αηδία πια. Το δευτερόλεπτο που θα κλείσεις το μάτι, οι σφίχτες αποφασίζουν να αποδείξουν πως ξέρουν να παίζουν ρακέτες. "Μα δεν έχει χώρο για ρακέτες, τι στον διάολο κάνουν?" αναρωτιέσαι ο δόλιος. Λυπάμαι, αλλά το τάκα-τούκα δεν το γλυτώνεις. Βλέπεις μικρέ αδαή αναγνώστη, οι σφίχτες θα την βρουν την άκρη. Θα πουλήσουν μέχρι και την μάνα τους για λίγα εκατοστά αμμουδιάς. Νιώθουν ηθική υποχρέωση να προσφέρουν σε εσένα και τους λοιπούς λουόμενους θέαμα επιπέδου Ρολάν Γκαρός, λες και δεσμεύονται από πολυετές συμβόλαιο.
"Θα χαζέψω λίγα γκομενάκια, κανένα ξέκωλο με στρίνγκ και θα φύγω, δεν είναι κατάσταση αυτή" λες και χαμηλώνεις το γυαλί στην μύτη σαν άλλος Μάρλον Μπράντο για να κοζάρεις την κατάσταση γύρω-γύρω. Τι αντικρίζεις αντ' αυτού?
Πέρα από τους σφίχτες που προανέφερα, βλέπεις οικογένειες. Οικογένειες δεξιά, αριστερά, μέσα και έξω από την θάλασσα. Όχι τις χαρούμενες οικογένειες που σου πασάρει η τηλεόραση. Τις πραγματικές καταβεβλημένες οικογένειες που μετράνε τον χρόνο ανάποδα. Κουρασμένες από την ζωή μανάδες να κυνηγάνε από πίσω τα κοπρόπαιδά τους, πατεράδες με μια μπύρα στο χέρι να μην δίνουν ιδιαίτερη βάση και να προσπαθούν να καταλάβουν γιατί έκαναν το σφάλμα της τεκνοποίησης και στο βάθος της παραλίας, μια ηλιαχτίδα. Η μοναδική κοπέλα σε όλη την περιοχή που φοράει μπραζίλιαν μαγιό και το υποστηρίζει. Αυτός ο μονόκερος, αυτό το σπάνιο και μυθικό πλάσμα, σου έκανε την τιμή να βρίσκεται κοντά σου. Τι να το κάνεις όμως, ολάκερη η παραλία την κοιτάζει με πείνα και φυσικά η ίδια το απολαμβάνει καβαλώντας το καλάμι σαν να είναι ταύρος. "Άντε μωρέ την πουτάνα" σκέφτεσαι χωρίς ίχνος ζήλιας που δεν μπορείς και δεν θα μπορέσεις ποτέ να έχεις μια τέτοια κοπέλα στο πλευρό σου. (Spoiler Alert: Σε έχει φάει η ζήλια και δεν ξέρεις τι να κάνεις, αδερφάκι μου)
Αποφασίζεις να φύγεις. Μαζεύεις τα πράγματά σου, τινάζεις την πετσέτα σου τρώγοντας 2 κουβάδες αμμουδιά στην μάπα και φεύγεις. Φυσικά έτσι ατσούμπαλος και ντελικάτος που είσαι, σκουντάς 3-4 άτομα στην προσπάθειά σου να απομακρυνθείς από την παραλία. Ακολουθεί το ευχάριστο περπάτημα μέχρι το αμάξι, που φυσικά είναι σαν ζεματιστό τηγάνι και σε περιμένει για το 2ο μπανάκι του ιδρώτα. Μετά από μια 2ωρη ελληνορωμαϊκή πάλη με την κίνηση στους δρόμους, γυρίζεις σπίτι σου.
FINALE:
Σε ρωτάει η μητέρα σου: "Πως πέρασες αγόρι μου στην θάλασσα? Ωραίο ήταν το μπάνιο?"
"Μια χαρά μάνα, ωραία ήταν. Θα ξανά πάω την επόμενη εβδομάδα".
(Spoiler Alert: Δεν ήταν, και δεν θα ξανά πας. Φέτος.)
:(
Μια καλοκαιρινή έκδοση του Lcfr 2018 μάδα-φάκας.